ItalianoGreco


abbassaménto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [abbassaˈmento]

1 εξευτελισμός
2 ταπείνωση
3 υποβιβασμός
4 χαμήλωμα
5 κατήφεια
6 καταρράκωση
7 εξουθένωση
8 κατάθλιψη
9 ταπείνωμα
10 πέσιμο
11 κατέβασμα
12 ελάττωση
13 μείωση
14 υποτίμηση
15 περιφρόνηση
16 πτώση
17 υποβάθμιση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---