ItalianoGreco


abbattiménto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [abbattiˈmento]

1 αποκάρδιωση
2 φόβος
3 γκρέμισμα
4 κατάρριψη
5 κούραση
6 πέσιμο
7 κόπωση
8 αποθάρρυνση
9 αδυναμία
10 σφαγιασμός
11 εξάντληση
12 κατάπτωση
13 κόψιμο
14 απελπισία
15 απογοήτευση
16 κατεδάφιση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z