Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbaruffìo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [abbarufˈfio] 1 ανακατωσούρα 2 αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του 3 συμπλοκή 4 χάος 5 αναστάτωση 6 αναμπουμπούλα 7 σύγχυση 8 αναταραχή 9 μπέρδεμα 10 τσακωμός 11 καβγάς 12 αταξία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |