Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbaruffàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [abbarufˈfare] 1 μπλέκω 2 μπερδεύω 3 περιπλέκω 4 συγχύζω 5 αναστατώνω 6 δημιουργώ ακαταστασία 7 ανακατεύω 8 φέρνω τα επάνω κάτω 9 ανακατώνω 10 συγκρούω abbaruffàrsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [abbarufˈfarsi] 1 γίνομαι από δυο χωριά 2 διαπληκτίζομαι 3 καβγαδίζω 4 τσακώνομαι 5 συμπλέκομαι 6 πιάνομαι στα χέρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |