ItalianoGreco


rabberciàre  
verbo transitivo

Pronuncia I.P.A.: [rabberˈʧare]

1 επιδιορθώνω
2 προσράπτω
3 καρικώνω
4 μπαλώνω χοντρά
5 διορθώνω βιαστικά
6 εμβαλώνω
7 επισκευάζω τσαπατσούλικα
8 επισκευάζω πρόχειρα
9 επισκευάζω ανάρμοστα
10 μπαλώνω

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z