ItalianoGreco


raccòlto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [rakˈkɔlto]

η συγκομιδή

raccòlto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [rakˈkɔlto]

1 κουλουριασμένος
2 σκυμμένος
3 απορροφημένος
4 συγκεντρωμένος
5 καλλιεργημένος
6 συσσωρευμένος
7 μαζεμένος
8 άνετος
9 βολικός
10 αναπαυτικός
11 σταθερός
12 προσηλωμένος
13 ήσυχος και γεμάτος προσήλωση
14 ήρεμος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---