idìllio
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [iˈdilljo]
1 ειδυλλιακή ζωή
2 βουκολικό δράμα
3 ερωτική σχέση
4 ερωτική ιστορία
5 ειδύλλιο (μουσικό)
6 ειδύλλιο (ποιητικό)
7 ειδύλλιο
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [iˈdilljo]
1 ειδυλλιακή ζωή
2 βουκολικό δράμα
3 ερωτική σχέση
4 ερωτική ιστορία
5 ειδύλλιο (μουσικό)
6 ειδύλλιο (ποιητικό)
7 ειδύλλιο
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
idillio (s. masch.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android