Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianosignorilità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [siɲɲoriliˈta] 1 ευπρέπεια 2 αρχοντιά 3 διάκριση 4 τιμητική αναγνώριση 5 αριστοκρατικότητα 6 ευγένεια καταγωγής 7 συμπεριφορά ή εμφάνιση άρχοντα 8 αφεντιά 9 επιβλητικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |