ItalianoGreco


scrutìnio  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [skruˈtinjo]

1 επιτήρηση
2 εξονυχιστική έρευνα
3 εξονύχιση
4 βαθμολόγηση μαθητών
5 νέα καταμέτρηση ψήφων
6 λεπτομερής εξέταση
7 καταμέτρηση ψήφων
8 συνολικός αριθμός ψήφων
9 ψηφοφορία
10 εξέταση
11 διερεύνηση
12 αναδίφηση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---