ItalianoGreco


sconcertàto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [skonʧerˈtato]

1 συγχυσμένος
2 στενοχωρημένος
3 ανταριασμένος
4 ομιχλώδης
5 καταχνιασμένος
6 ενοχλημένος
7 ανάστατος
8 αναστατωμένος
9 ανήσυχος
10 ταραγμένος
11 συγχυσμένος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---