ItalianoGreco


sciàtto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [ˈʃatto]

1 άφτιαχτος
2 ατημέλητος
3 αφρόντιστος
4 ακαλλώπιστος
5 άσιαχτος
6 παραμελημένος
7 απεριποίητος
8 ανοικοκύρευτος
9 ατακτοποίητος
10 ασυγύριστος
11 ανάστατος
12 άτακτος
13 αμελής
14 αδιάφορος
15 άτσαλος
16 ανοικονόμητος
17 αδιευθέτητος
18 ακατάστατος
19 ανάκατος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---