ItalianoGreco


ritróso  
aggettivo e sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [riˈtroso], [riˈtrozo]

1 ανάδρομος
2 ντροπαλός εξαιρετικά
3 ενάντιος
4 καρκινοβατών
5 υποχωρών
6 αιδήμων
7 αισχυντηλός
8 οπισθοδρομικός
9 διστακτικός
10 αρνητικός
11 ντροπιάρης
12 συνεσταλμένος
13 σεμνός
14 εντροπαλός
15 κινούμενος ανάποδα
16 αντίξοος
17 απρόθυμος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---