ItalianoGreco


grandeggiàre  
verbo intransitivo

Pronuncia I.P.A.: [grandedˈʤare]

1 παίρνω διαστάσεις
2 υπερηφανεύομαι
3 μεγαλοποιώ
4 κυριαρχώ
5 προβάλλω υπεράνω
6 υπερέχω
7 φιγουράρω
8 μεγαλοπιάνομαι
9 υπέρκειμαι
10 επιδεικνύω περήφανα
11 υπερβάλλω
12 ψηλαρμενίζω
13 κάνω τον σπουδαίο
14 διαγράφομαι υπεράνω
15 είμαι φιγουρατζής
16 δεσπόζω
17 υπερυψώνομαι
18 καυχιέμαι

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---