Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoeurìstico
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ewˈristiko] 1 βοηθητικός στην ανακάλυψη ή την μάθηση 2 αναφερόμενος στην διαδικασία εκμάθησης με κανόνες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |