ItalianoGreco


compassionévole  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [kompassjoˈnevole]

1 θλιβερός
2 αξιοδάκρυτος
3 δυστυχισμένος
4 οικτρός
5 αξιολύπητος
6 αξιοθρήνητος
7 καψερός
8 ταλαίπωρος
9 κακομοίρης
10 δυστυχής
11 ελεεινός
12 πονεσιάρης
13 πονετικός
14 καλόψυχος
15 ευσπλαχνικός
16 εύσπλαχνος
17 πονόκαρδος
18 ψυχόπονος
19 ψυχοπονιάρης
20 συμπονετικός
21 πονόψυχος
22 σπλαχνικός

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---