ItalianoGreco


caposàldo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [,kapoˈsaldo]

1 ακρόλιθος
2 αγκωνάρι
3 θεμέλιο
4 έρεισμα
5 κεφαλάρι
6 θεμελίωση
7 γραμμή ή επιφάνεια αναφοράς
8 σημείο σταθερό για τοπογραφία
9 οχυρό
10 θεμέλιος λίθος
11 γωνιόλιθος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---