Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χωρατεύω {χωράτεψα} χωρίς [avv.]
χωρατό [s. nt.] χώρισμα {χωρίσμ-ατ...
χωραφάκι [s. nt.] χωρισμένη [s. femm.]
χωράφι {χωραφ-ιού... χωρισμένος [agg.]
χωρητικός [agg.] χωρισμός [s. masch.]
χωρητικότητα {χωρ. πληθ... χωριστά [avv.]
χώρια [avv.] χωριστικός [agg.]
χωριάταρος [s. masch.] χωριστός [agg.]
χωριάτης {χωριατών} χωρίστρα {δύσχρ. χω...
χωριατιά {χωρ. γεν.... χώριστρα [s. femm.]
χωριάτικα [avv.] χωρογράφηση [s. femm.]
χωριάτικος [agg.] χωρογραφικός [agg.]
χωριάτισσα [s. femm.] χωρογράφος [s. masch.]
χωριατοπούλ [s. nt.] χωρογραφώ [v.]
χωριατοπούλα {χωρ. γεν.... χωρομέτρης [s. masch. e femm.]
χωριατοσύνη [s. femm.] χωρομετρώ {χωρομετρε...
χωρίζομαι [v. pass.] χώρος [s. masch.]
χωρίζω {χώρισ-α, ... χωροστάθμηση {-ης κ. -ή...
χωρική [s. femm.] χωροστάθμιση [s. femm.]
χωρικοί [s. masch. pl.] χωροφύλακας [s. masch.]
χωρικός [s. masch.] χωροφυλακή {χωρ. πληθ...
χωριό [s. nt.] χωροχρονικός [agg.]
χωρίο [s. nt.] χωροχρόνος {χωρ. πληθ...
χωριουδάκι [s. nt.] χωρώ {χωρ-είς κ...
χωρίς [prep.] χώσιμο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: