Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εφοδιαστής [s. masch.] εφτάδυμος [agg.]
εφόδιο {εφοδί-ου ... εφτάεδρος [agg.]
εφοδιοπομπή [s. femm.] εφταετία [s. femm.]
έφοδος {εφόδ-ου |... εφτακόσια [agg. num. card.]
εφοπλίζω {εφόπλισ-α... εφτακόσιοι γεν. εφτακ...
εφοπλισμός [s. masch.] εφτακόσοι γεν. εφτακ...
εφοπλιστής [s. masch. e femm.] εφταμελής [agg.]
εφοπλιστικός [agg.] εφταμηνίτικο [s. nt.]
εφοπλιστίνα [s. femm.] εφταμηνίτικος [agg.]
εφοπλίστρια {εφοπλιστρ... εφταμηνίτισσα [s. femm.]
εφορεία [s. femm.] εφτάμηνος [agg.]
εφόρεση [s. femm.] εφταξουσάτος [agg.]
εφορεύεται [v. imp.] εφταξούσιος [agg.]
εφορευτικός [agg.] εφταπλασιάζομαι [v. pass.]
εφορεύω {εφόρευσα}... εφταπλασιάζω [v. trans.]
εφορία {εφοριών} εφταπλασιασμός [s. masch.]
εφοριακός [agg.] εφταπλάσιος [agg.]
εφόρμηση {-ης κ. -ή... εφτάπλευρος [agg.]
εφορμώ {εφορμάς..... εφταπλός [agg.]
εφορμών [agg.] εφτάστιχος [agg.]
έφορος {εφόρ-ου |... εφτασύλλαβος [agg.]
εφόσον [cong.] εφτασφράγιστος [agg.]
εφτά [agg. num. card.] εφτάτομος [agg.]
εφταγωνικός [agg.] έφτατος [agg.]
εφτάγωνος [agg.] εφτάχρονος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: