Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εφημεριδοπώλισσα [s. femm.] εφοδιαστής [s. masch.]
εφημεριδούλα [s. femm.] εφόδιο {εφοδί-ου ...
εφημέριος [s. masch.] εφοδιοπομπή [s. femm.]
εφήμερος [agg.] έφοδος {εφόδ-ου |...
εφήμη [s. femm.] εφοπλίζω {εφόπλισ-α...
εφησυχάζω {εφησύχασ-... εφοπλισμός [s. masch.]
εφησυχασμός [s. masch.] εφοπλιστής [s. masch. e femm.]
εφιάλτης {εφιαλτών} εφοπλιστικός [agg.]
εφιαλτικός [agg.] εφοπλιστίνα [s. femm.]
εφιδρώνω [v. intr.] εφοπλίστρια {εφοπλιστρ...
εφίδρωση {-ης κ. -ώ... εφορεία [s. femm.]
εφιδρωτικός [agg.] εφόρεση [s. femm.]
εφικτός [agg.] εφορεύεται [v. imp.]
έφιμον [s. nt.] εφορευτικός [agg.]
εφίορκος [agg.] εφορεύω {εφόρευσα}...
εφιορκώ [v. trans.] εφορία {εφοριών}
εφίππιο {εφιππί-ου... εφοριακός [agg.]
έφιππος [agg.] εφόρμηση {-ης κ. -ή...
εφιστώ {εφιστάς..... εφορμώ {εφορμάς.....
εφκρούμαι [v. pass.] εφορμών [agg.]
εφόδια [s. nt. pl.] έφορος {εφόρ-ου |...
εφοδιάζομαι [v. pass.] εφόσον [cong.]
εφοδιάζω {εφοδίασ-α... εφτά [agg. num. card.]
εφοδιασμένος [agg.] εφταγωνικός [agg.]
εφοδιασμός [s. masch.] εφτάγωνος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: