Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Μάης {-η κ. (λα... Μαικήνας {χωρ. γεν....
μαθαίνω {έμαθα, μα... μαικηνισμός [s. masch.]
μαθές [avv.] μαϊμού {μαϊμούδες...
μάθημα {μαθήμ-ατο... μαϊμουδίζω {μαϊμούδισ...
μαθηματικά [s. nt. pl.] μαϊμουδίστικος [agg.]
μαθηματική [s. femm.] μάινα [s. nt.]
μαθηματικός [agg.] μαινάδα [s. femm.]
μαθηματικός [s. masch. e femm.] μαϊνάρω {μαϊνάρισα...
μαθημένος [agg.] μαίνομαι {(εξ-) εμά...
μάθηση {-ης κ. -ή... μαϊντανός [s. masch.]
μαθητεία {μαθητειών... Μάιος {Μαΐου}
μαθητές [s. masch. pl.] μαΐστρα {μαϊστρών}
μαθητευόμενος [agg.] μαϊστράλι {χωρ. γεν....
μαθητής {-ή κ. (λό... μαΐστρος [s. masch.]
μαθητικός [agg.] μαιτρέσσα [s. femm.]
μαθητόκοσμος {χωρ. πληθ... μακάβριος [agg.]
μαθήτρια {μαθητριών... μακαβριότητα [s. femm.]
μαθός [s. masch.] μακάκος [s. masch.]
μαθουσάλας [s. masch.] μακαρθισμός {χωρ. πληθ...
μαία {μαιών} μακαρθιστής [s. masch.]
μαίανδρος {μαιάνδρ-ο... μακάρι [avv.]
μαιευτήρας [s. masch. e femm.] μακάρι! [int.]
μαϊευτήριο {μαιευτηρί... μακαρίζω {μακάρισ-α...
μαιευτική [s. femm.] μακάριος [agg.]
μαϊευτικός [agg.] μακαριότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: