Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κα§θο§ρι§στι§κό§τα§τος [agg.] καθυστερούμενος [agg.]
κα§θο§ρι§στι§κό§τε§ρος [agg.] καθυστερώ {καθυστερε...
κα§θο§ρι§στι§κώ§τα§τος [agg.] καθυστερώ {καθυστερε...
κα§θο§ρι§στι§κώ§τε§ρος [agg.] καθώς [cong.]
καθοσιωμένος [agg.] καθώς [avv.]
καθοσιώνω {καθοσίω-σ... καθωσπρέπει [agg.]
καθοσίωση {-ης κ. -ώ... καθωσπρέπει [avv.]
καθόσον [cong.] καθωσπρεπισμός [s. masch.]
καθότι [cong.] και [cong.]
καθρεφτάκι {χωρ. γεν.... καιάδας {χωρ. πληθ...
καθρέφτης {καθρεφτών... καίγομαι (κάηκα)
καθρεφτίζομαι [v. pass.] καιγόμενος [agg.]
καθρεφτίζω {καθρέφτισ... καίγω [v. trans e intr.]
καθρέφτισμα [s. nt.] καΐκι {καϊκ-ιού ...
καθυβρίζω {καθύβρισ-... καΐκι–τράτα [s. femm.]
καθυγραίνω {καθύγραν-... καϊμάκι {καϊμακιού...
κάθυγρος [agg.] Κάιν [nome pr. masch.]
καθυποβάλλω {καθυπέβαλ... καινοζωικός [agg.]
καθυποταγμένος [agg.] καινός [agg.]
καθυπόταξη [s. femm.] καινοτομία {καινοτομι...
καθυποτάσσω {καθυπέταξ... καινοτομικός [agg.]
καθυστερημένα [avv.] καινοτόμος [s. masch. e femm.]
καθυστερημένος [agg.] καινοτομώ {καινοτομε...
καθυστέρηση {-ης κ. -ή... καινότροπος [agg.]
καθυστερούμενα [s. nt. pl.] καινούργιος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: