Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ναύσταθμος {χωρ. πληθ... νεανίας {νεανιών}
ναυτασφάλεια {ναυτασφαλ... νεανίδα [s. femm.]
ναυτασφαλιστής [s. masch.] νεανικά [avv.]
ναύτης {ναυτών} νεανικός [agg.]
ναυτία {ναυτιών} νεανίσκος [s. masch.]
ναυτικό {χωρ. πληθ... νεάργυρος {νεαργύρ-ο...
Ναυτικοί [s. masch. pl.] νεαρός [agg.]
ναυτικός [agg.] νεαρός -ή -ό λόγ....
ναυτικός [s. masch.] νεαρούλης [s. masch.]
ναυτιλία {ναυτιλιών... νεγκλιζέ [agg.]
ναυτιλιακός [agg.] νέγρα [s. femm.]
ναυτίλλομαι (εύχρηστο ... νεγράκι [s. nt.]
ναυτιλλόμενος {ναυτιλλομ... νέγρικος [agg.]
ναυτίλος [s. masch.] νεγροειδής {νεγροειδ-...
ναυτοδικείο [s. nt.] νέγρος [s. masch.]
ναυτολόγηση {-ης κ. -ή... νέθω [v. trans.]
ναυτολογώ {ναυτολογε... Νείλος [s. masch.]
ναυτομεσίτης [s. masch.] νείρομαι [v.]
ναυτόπαιδο [s. nt.] νέκρα {χωρ. πληθ...
νάφθα {ναφθών} νεκρανασταίνομαι αόρ. νεκρα...
ναφθαλίνη {ναφθαλινώ... νεκρανασταίνω {νεκρανάστ...
Ναφθιλαμίνη [s. femm.] νεκρανάσταση {-ης κ. -ά...
Ναφθίλιο [s. nt.] νεκρεγερσία {νεκρεγερσ...
νάφτα [s. femm.] νεκρικός [agg.]
νέα [s. nt. pl.] νεκροβίωση [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: