Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αγανάχτηση {-ης κ. -ή... αγαπώς [s. masch.]
αγαναχτίζω imperf αγα... άγαρ-άγαρ [s. nt.]
αγαναχτισμένος [agg.] αγαργάλητος [agg.]
αγαναχτώ {αγανα-κτε... άγαρμπα [avv.]
άγανο {αγάν-ου |... άγαρμπος [agg.]
αγανός [agg.] αγαρμποσύνη [s. femm.]
αγαντάρω {αγαντάρισ... αγάς {αγάδες}
αγάνωτος [agg.] αγαστός [agg.]
αγάπη {χωρ. γεν.... αγγαρεία {αγγαρειών...
αγάπημα [s. nt.] αγγαρεμένος [agg.]
αγαπημένοι [s. masch. pl.] αγγαρεύω {αγγάρ-εψα...
αγαπημένος [agg.] αγγειακός [agg.]
αγαπημένος [s. masch.] αγγειεκτομή [s. femm.]
αγαπημός [s. masch.] αγγείο [s. nt.]
αγαπησιάρης {αγαπησιάρ... αγγειογραφία {αγγειογρα...
αγαπητικιά [s. femm.] αγγειογράφος [s. masch. e femm.]
αγαπητικός [agg.] αγγειοδιασταλτικός [agg.]
αγαπητικός [s. masch.] αγγειοδιαστολή [s. femm.]
αγαπητός [agg.] αγγειοκαρδιογραφία {αγγειοκαρ...
αγαπητότατος [agg.] αγγειοκινητικός [agg.]
αγαπητότερος [agg.] αγγειοκινητικότητα [s. femm.]
αγαπιέμαι aor αγαπήθ... αγγειολογία [s. femm.]
αγαπίζω {αγάπισα} αγγειολόγος [s. masch. e femm.]
αγαπούλα [s. femm.] αγγείον [s. nt.]
αγαπώ μππ. αγαπη... αγγειοπάθεια {αγγειοπαθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: