Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ζωολόγος [s. masch. e femm.] ζωούλα {χωρ. γεν....
ζωομετρία [s. femm.] ζωοφιλία [s. femm.]
ζώον! [int.] ζωοφιλικός [agg.]
ζωονοσία [s. femm.] ζωόφιλος [agg.]
ζωονόσος [s. masch.] ζωοφοβία [s. femm.]
ζωοπανήγυρη {-ης κ. -ύ... ζωόφοβος [agg.]
ζωοπλαγκτόν {ζωοπλαγκτ... ζωόφυλος [agg.]
ζωοποιημένος [agg.] ζωόφυτο {-ου κ. -ύ...
ζωοποιός [agg.] ζωοχημεία [s. femm.]
ζωοποιώ {ζωοποιείς... Ζωροάστρης [nome pr. masch.]
ζωοσκοπία [s. femm.] ζωροαστρισμός {χωρ. πληθ...
ζωόσπορο [s. nt.] ζώση [s. femm.]
ζωοταριχεία [s. femm.] ζώσιμο [s. nt.]
ζωοτεχνία {χωρ. πληθ... ζωσμένος [agg.]
ζωοτεχνικός [agg.] ζωστήρας [s. masch.]
ζωοτεχνολογία [s. femm.] ζωτικοκρατία [s. femm.]
ζωοτεχνολόγος [s. masch.] ζωτικός [agg.]
ζωοτοκία [s. femm.] ζωτικότατος [agg.]
ζωοτόκος [agg.] ζωτικότερος [agg.]
ζωοτομία [s. femm.] ζωτικότητα [s. femm.]
ζωοτομώ [v. trans.] ζωτικώτατος [agg.]
ζωοτροφείο [s. nt.] ζωτικώτερος [agg.]
ζωοτροφές [sost femm. pl.] ζωύφιο {ζωυφί-ου ...
ζωοτροφή [s. femm.] ζωφόρος [s. femm.]
ζωοτρόφος [s. masch. e femm.] ζωώδης {ζωώδ-ους ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: