Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ναρκομανία [s. femm.] ναυαγός [s. masch. e femm.]
ναρκοπέδιο {ναρκοπεδί... ναυαγοσώστης {ναυαγοσώσ...
ναρκοσυλλέκτης {ναρκοσυλλ... ναυαγοσωστικό [s. nt.]
Ναρκοτίνη [s. femm.] ναυαγώ {ναυαγείς....
νάρκωμα [s. nt.] ναυαρχείο [s. nt.]
ναρκωμένα [avv.] ναυαρχία {ναυαρχιών...
ναρκωμένος [agg.] ναυαρχίδα [s. femm.]
ναρκώνομαι [v.] ναύαρχος {ναυάρχ-ου...
ναρκώνω {νάρκω-σα,... ναύδετο {ναυδέτ-ου...
νάρκωση {-ης κ. -ώ... ναύκληρος {ναυκλήρ-ο...
ναρκωτικό [s. nt.] ναυλομεσίτης {ναυλομεσι...
ναρκωτικός [agg.] νάυλον [s. nt.]
ναρκωτισμός {χωρ. πληθ... ναύλος [s. masch.]
ναστόχαρτο {ναστοχάρτ... ναύλοχος {ναυλόχ-ου...
νατιβισμός {χωρ. πληθ... ναύλωμα [s. nt.]
ΝΑΤΟ [sigla] ναυλώνω {ναύλω-σα,...
νατουραλισμός [s. masch.] ναύλωση [s. femm.]
νατουραλιστής [s. masch.] ναυλωτής {ναυλωτριώ...
νατουραλιστικός [agg.] ναυμαχία {ναυμαχιών...
νάτριο {νατρίου} ... ναυπηγείο [s. nt.]
νατριο–ιωδιούχος [agg.] ναυπήγηση {-ης κ. -ή...
ναυαγιαίρεση {-ης κ. -έ... ναυπηγική [s. femm.]
ναυαγιαιρεσία {ναυαγιαιρ... ναυπηγικός [agg.]
ναυαγιαιρέτης [s. masch.] ναυπηγοεπισκευαστικός [agg.]
ναυάγιο {ναυαγί-ου... ναυπηγός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: